- μαρμαροκονίαση
- η(ιατρ.), αρρώστια των πνευμόνων από την εισπνοή της μαρμαρόσκονης: Ο γλύπτης προσβλήθηκε από μαρμαροκονίαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαρμαροκονίαση — η ασθένεια τών πνευμόνων που προκαλείται από εισπνοή μαρμαρόσκονης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κονίαση (< κονιῶ < κόνις)] … Dictionary of Greek
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek